- αδέω
- ἀδέω (Α)είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να συνδέεται με το επίρρ. ἅδην «άφθονα, μέχρι κορεσμού». Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία θα πρέπει να συνδεθεί με το ἀδής (< ἀηδής < ἀ- στερητ, και ἡδύς), που απαντά στον Ησύχιο και σημαίνει «ατερπής», δυσάρεστος, δηλ. *ᾱδέω < ἀηδέω. Στη β' περίπτωση η σημ. τού ἀδέω (ᾱδήσειε, ἀδηκότα)που θα ψιλούται λόγω τής προελεύσεως τουείναι «λυπούμαι, στενοχωρούμαι, αδημονώ»].
Dictionary of Greek. 2013.